- προεισβέβληκας
- προεισβέβληκας , πρό-εἰσβάλλωthrow intoperf ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεισβάλλω — Α 1. κάνω παρατήρηση σε κάποιον προηγουμένως («περὶ ἐμοῡ προεισβέβληκας τῷ τρόπῳ τούτῳ», Σωκρ.) 2. (αμτβ.) α) κάνω αρχή, αρχίζω («προεισέβαλεν οὖν εὐθὺς ἀπὸ τοῡ φόβου», Λογγίν.) β) (για χρόνο) επέρχομαι πριν από κάτι («τῆς ὥρας προεισβαλούσης»,… … Dictionary of Greek